- Βουτοῦ
- Βουτώfem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βούτου — Βούτης herdsman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούτου — βούτης herdsman masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζευξίππη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της μητέρας του βασιλιά της Αθήνας Πανδίονα και σύζυγός του, μητέρα της Πρόκνης, της Φιλομήλας, του Ερεχθέα και του Βούτου. Κατά τον Υγίνο ήταν κόρη του Εριδάμου, σύζυγος του Τελεόντα και μητέρα του Βούτου. 2 … Dictionary of Greek
Βορέας — Προσωποποίηση του ανέμου βοριά στην ελληνική μυθολογία. Αναφέρεται ως γιος του Αστραία (ή του Τυφώνα) και της Ηούς και ισχυρότερος από τους τρεις αδελφούς του, τον Νότο, τον Εύρο και τον Ζέφυρο. Ο Β. συνδέεται στενά με τη Θράκη, τα όρη της και… … Dictionary of Greek
Βορεάς — Προσωποποίηση του ανέμου βοριά στην ελληνική μυθολογία. Αναφέρεται ως γιος του Αστραία (ή του Τυφώνα) και της Ηούς και ισχυρότερος από τους τρεις αδελφούς του, τον Νότο, τον Εύρο και τον Ζέφυρο. Ο Β. συνδέεται στενά με τη Θράκη, τα όρη της και… … Dictionary of Greek